-
1 ἐπι-τελείωσις
ἐπι-τελείωσις, ἡ, die Vollendung, τῆς εὐχῆς u. ä. Plut. oft, z. B. Num. 14; πολιτείας, die höchste Würde im Staate, Flam. 18 Cat. mai. 16. – Plat. Legg. VI, 784 d μήτε εἰς γάμους ἴτω μήτε εἰς τὰς τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις, gewöhnlich Dankopfer nach der Geburt eines Kindes erklärt.
-
2 επιτελειωσις
- εως ἥ1) исполнение, совершение(τῆς εὐχῆς Plut.)
2) завершение, доведение до высшей степени(τῆς εὐδαιμονίας Plut.)
3) благодарственная жертва (за новорожденного), освящение(αἱ τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις Plat.)
-
3 ἐπιτελείωσις
ἐπι-τελείωσις, ἡ, die Vollendung; πολιτείας, die höchste Würde im Staate; μήτε εἰς γάμους ἴτω μήτε εἰς τὰς τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις, gewöhnlich Dankopfer nach der Geburt eines Kindes erklärt
См. также в других словарях:
επιτελείωσις — ἐπιτελείωσις, ἡ (Α) [επιτελειώ] 1. συμπλήρωση, επιτέλεση («τήν ἐπιτελείωσιν τῆς εὐχῆς», Πλούτ.) 2. ευχαριστήρια θυσία για τη γέννηση παιδιού («μήτε γὰρ εἰς γάμους ἴτω μήτε εἰς τὰς τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις», Πλάτ.) 3. τέλεια, ύψιστη μορφή … Dictionary of Greek